1. Τα πάω εύκολα με τους ανθρώπους.
Συμφωνώ απολύτως.
Συμφωνώ.
Αντί να συμφωνώ παρά να διαφωνώ.
Ουδέτερος.
Μάλλον διαφωνώ παρά συμφωνώ.
Διαφωνώ.
Διαφωνώ εντελώς.